αντιμεταβίβαση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντιμεταβίβαση | οι | αντιμεταβιβάσεις |
γενική | της | αντιμεταβίβασης | των | αντιμεταβιβάσεων |
αιτιατική | την | αντιμεταβίβαση | τις | αντιμεταβιβάσεις |
κλητική | αντιμεταβίβαση | αντιμεταβιβάσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αντιμεταβίβαση < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική countertransference(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) < γερμανική Gegenübertragung. Μορφολογικά αναλύεται σε αντι- + μεταβίβαση.
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντιμεταβίβαση θηλυκό
- (ψυχολογία, ψυχανάλυση) διεργασία κατά την ψυχοθεραπεία κατά την οποία υπάρχει μεταφορά, έκφραση συναισθημάτων ή χαρακτηριστικών της προσωπικότητας του θεραπευτή προς τον θεραπευόμενο (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιμεταβίβαση