βακελίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βακελίτης < (άμεσο δάνειο) γερμανική Bakelit < Leo Hendrik Baekeland (Φλαμανδός χημικός: ανθρωπωνυμικό)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβακελίτης αρσενικό
- (χημεία) είδος πλαστικού (τεχνητή ρητίνη που προκύπτει από τη συμπύκνωση μιας φαινόλης με φορμαλδεΰδη), που χρησιμοποιείται για την κατασκευή διαφόρων αντικειμένων καθημερινής χρήσης ή για την επάλειψη επιφανειών με υγρό βακελίτη, προκειμένου να στεγανοποιηθούν ή να γίνουν σκληρές και ανθεκτικές