Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βακελίτης οι βακελίτες
      γενική του βακελίτη των βακελιτών
    αιτιατική τον βακελίτη τους βακελίτες
     κλητική βακελίτη βακελίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Τηλέφωνο εξ' ολοκλήρου από βακελίτη

  Ετυμολογία επεξεργασία

βακελίτης < (άμεσο δάνειο) γερμανική Bakelit < Leo Hendrik Baekeland (Φλαμανδός χημικός: ανθρωπωνυμικό)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βακελίτης αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία