bakelito
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bakelito | bakelitoj |
αιτιατική | bakeliton | bakelitojn |
bakelito (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bakelito | bakelitoj |
αιτιατική | bakeliton | bakelitojn |
bakelito (eo)