Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Βυρτεμβέργη
      γενική της Βυρτεμβέργης
    αιτιατική τη Βυρτεμβέργη
     κλητική Βυρτεμβέργη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βυρτεμβέργη < (άμεσο δάνειο) γερμανική Württemberg + [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /viɾ.temˈveɾ.ʝi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βυρ‐τεμ‐βέρ‐γη

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βυρτεμβέργη θηλυκό, μόνο στον ενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)