Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξωπολιτικός η εξωπολιτική το εξωπολιτικό
      γενική του εξωπολιτικού της εξωπολιτικής του εξωπολιτικού
    αιτιατική τον εξωπολιτικό την εξωπολιτική το εξωπολιτικό
     κλητική εξωπολιτικέ εξωπολιτική εξωπολιτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξωπολιτικοί οι εξωπολιτικές τα εξωπολιτικά
      γενική των εξωπολιτικών των εξωπολιτικών των εξωπολιτικών
    αιτιατική τους εξωπολιτικούς τις εξωπολιτικές τα εξωπολιτικά
     κλητική εξωπολιτικοί εξωπολιτικές εξωπολιτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξωπολιτικός < εξω- + πολιτικός ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική außenpolitisch)

  Επίθετο επεξεργασία

εξωπολιτικός

  1. (νεολογισμός) (πολιτική) που αφορά την εξωτερική πολιτική
  2. (νεολογισμός) (πολιτική) που γίνεται ή συμβαίνει έξω από το πεδίο της πολιτικής και τις συνηθισμένες πολιτικές διαδικασίες
  3. (ουσιαστικοποιημένο) εξωπολιτική

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία