εξωπολιτική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξωπολιτική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου εξωπολιτικός
Ουσιαστικό επεξεργασία
εξωπολιτική θηλυκό
- (νεολογισμός) (πολιτική) η εξωτερική πολιτική
- (νεολογισμός) (πολιτική) οτιδήποτε γίνεται ή συμβαίνει έξω από το πεδίο της πολιτικής και τις συνηθισμένες πολιτικές διαδικασίες
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξωπολιτική