δισέλιδος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δισέλιδος < δις δι- + -σέλιδος, μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική zweiseitig
Επίθετο επεξεργασία
δισέλιδος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δισέλιδος
δισέλιδος