↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εργογραφία οι εργογραφίες
      γενική της εργογραφίας των εργογραφιών
    αιτιατική την εργογραφία τις εργογραφίες
     κλητική εργογραφία εργογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εργογραφία < έργ(ο) + -ο- + -γραφία ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Ergographie[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ergography[1])

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /eɾ.ɣo.ɣɾaˈfi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ερ‐γο‐γρα‐φί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εργογραφία θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 εργογραφίαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)