Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φιλμογραφία οι φιλμογραφίες
      γενική της φιλμογραφίας των φιλμογραφιών
    αιτιατική τη φιλμογραφία τις φιλμογραφίες
     κλητική φιλμογραφία φιλμογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιλμογραφία < γαλλική filmographie < film [αγγλική film < μέση αγγλική filme < αγγλοσαξονικά filmen < πρωτογερμανική *filminją ‎(δέρμα, μεμβράνη) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pélno-mo (μεμβράνη) < *pel- ‎(καλύπτω, δέρμα)] + graphie (< αρχαία ελληνική γράφω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈfil.mo.ɣɾaˈfi.a/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φιλμογραφία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία