απομυθοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απομυθοποιώ < απο- + μυθοποιώ < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική entmythologisieren
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.po.mi.θo.piˈo/
Ρήμα
επεξεργασίααπομυθοποιώ (παθητική φωνή: απομυθοποιούμαι)
- αναδεικνύω τις πραγματικές διαστάσεις από κάτι, αφαιρώντας τον μύθο ή τη μυθική διάσταση που το περιβάλλει
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απομυθοποιώ | απομυθοποιούσα | θα απομυθοποιώ | να απομυθοποιώ | απομυθοποιώντας | |
β' ενικ. | απομυθοποιείς | απομυθοποιούσες | θα απομυθοποιείς | να απομυθοποιείς | (απομυθοποίει) | |
γ' ενικ. | απομυθοποιεί | απομυθοποιούσε | θα απομυθοποιεί | να απομυθοποιεί | ||
α' πληθ. | απομυθοποιούμε | απομυθοποιούσαμε | θα απομυθοποιούμε | να απομυθοποιούμε | ||
β' πληθ. | απομυθοποιείτε | απομυθοποιούσατε | θα απομυθοποιείτε | να απομυθοποιείτε | απομυθοποιείτε | |
γ' πληθ. | απομυθοποιούν(ε) | απομυθοποιούσαν(ε) | θα απομυθοποιούν(ε) | να απομυθοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απομυθοποίησα | θα απομυθοποιήσω | να απομυθοποιήσω | απομυθοποιήσει | ||
β' ενικ. | απομυθοποίησες | θα απομυθοποιήσεις | να απομυθοποιήσεις | απομυθοποίησε | ||
γ' ενικ. | απομυθοποίησε | θα απομυθοποιήσει | να απομυθοποιήσει | |||
α' πληθ. | απομυθοποιήσαμε | θα απομυθοποιήσουμε | να απομυθοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | απομυθοποιήσατε | θα απομυθοποιήσετε | να απομυθοποιήσετε | απομυθοποιήστε | ||
γ' πληθ. | απομυθοποίησαν απομυθοποιήσαν(ε) |
θα απομυθοποιήσουν(ε) | να απομυθοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω απομυθοποιήσει | είχα απομυθοποιήσει | θα έχω απομυθοποιήσει | να έχω απομυθοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις απομυθοποιήσει | είχες απομυθοποιήσει | θα έχεις απομυθοποιήσει | να έχεις απομυθοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει απομυθοποιήσει | είχε απομυθοποιήσει | θα έχει απομυθοποιήσει | να έχει απομυθοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε απομυθοποιήσει | είχαμε απομυθοποιήσει | θα έχουμε απομυθοποιήσει | να έχουμε απομυθοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε απομυθοποιήσει | είχατε απομυθοποιήσει | θα έχετε απομυθοποιήσει | να έχετε απομυθοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν απομυθοποιήσει | είχαν απομυθοποιήσει | θα έχουν απομυθοποιήσει | να έχουν απομυθοποιήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απομυθοποιούμαι | απομυθοποιούμουν | θα απομυθοποιούμαι | να απομυθοποιούμαι | ||
β' ενικ. | απομυθοποιείσαι | απομυθοποιούσουν | θα απομυθοποιείσαι | να απομυθοποιείσαι | ||
γ' ενικ. | απομυθοποιείται | απομυθοποιούνταν | θα απομυθοποιείται | να απομυθοποιείται | ||
α' πληθ. | απομυθοποιούμαστε | απομυθοποιούμασταν απομυθοποιούμαστε |
θα απομυθοποιούμαστε | να απομυθοποιούμαστε | ||
β' πληθ. | απομυθοποιείστε | απομυθοποιούσασταν απομυθοποιούσαστε |
θα απομυθοποιείστε | να απομυθοποιείστε | απομυθοποιείστε | |
γ' πληθ. | απομυθοποιούνται | απομυθοποιούνταν | θα απομυθοποιούνται | να απομυθοποιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απομυθοποιήθηκα | θα απομυθοποιηθώ | να απομυθοποιηθώ | απομυθοποιηθεί | ||
β' ενικ. | απομυθοποιήθηκες | θα απομυθοποιηθείς | να απομυθοποιηθείς | απομυθοποιήσου | ||
γ' ενικ. | απομυθοποιήθηκε | θα απομυθοποιηθεί | να απομυθοποιηθεί | |||
α' πληθ. | απομυθοποιηθήκαμε | θα απομυθοποιηθούμε | να απομυθοποιηθούμε | |||
β' πληθ. | απομυθοποιηθήκατε | θα απομυθοποιηθείτε | να απομυθοποιηθείτε | απομυθοποιηθείτε | ||
γ' πληθ. | απομυθοποιήθηκαν απομυθοποιηθήκαν(ε) |
θα απομυθοποιηθούν(ε) | να απομυθοποιηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω απομυθοποιηθεί | είχα απομυθοποιηθεί | θα έχω απομυθοποιηθεί | να έχω απομυθοποιηθεί | απομυθοποιημένος | |
β' ενικ. | έχεις απομυθοποιηθεί | είχες απομυθοποιηθεί | θα έχεις απομυθοποιηθεί | να έχεις απομυθοποιηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει απομυθοποιηθεί | είχε απομυθοποιηθεί | θα έχει απομυθοποιηθεί | να έχει απομυθοποιηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε απομυθοποιηθεί | είχαμε απομυθοποιηθεί | θα έχουμε απομυθοποιηθεί | να έχουμε απομυθοποιηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε απομυθοποιηθεί | είχατε απομυθοποιηθεί | θα έχετε απομυθοποιηθεί | να έχετε απομυθοποιηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν απομυθοποιηθεί | είχαν απομυθοποιηθεί | θα έχουν απομυθοποιηθεί | να έχουν απομυθοποιηθεί |