↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απομυθοποιητικός η απομυθοποιητική το απομυθοποιητικό
      γενική του απομυθοποιητικού της απομυθοποιητικής του απομυθοποιητικού
    αιτιατική τον απομυθοποιητικό την απομυθοποιητική το απομυθοποιητικό
     κλητική απομυθοποιητικέ απομυθοποιητική απομυθοποιητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απομυθοποιητικοί οι απομυθοποιητικές τα απομυθοποιητικά
      γενική των απομυθοποιητικών των απομυθοποιητικών των απομυθοποιητικών
    αιτιατική τους απομυθοποιητικούς τις απομυθοποιητικές τα απομυθοποιητικά
     κλητική απομυθοποιητικοί απομυθοποιητικές απομυθοποιητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απομυθοποιητικός < απομυθοποιώ + -τικός

  Επίθετο

επεξεργασία

απομυθοποιητικός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με την απομυθοποίηση, αναφέρεται σ' αυτή ή συμβάλλει σ' αυτή

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία