απομυθοποιητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απομυθοποιητικός < απομυθοποιώ + -τικός
Επίθετο επεξεργασία
απομυθοποιητικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την απομυθοποίηση, αναφέρεται σ' αυτή ή συμβάλλει σ' αυτή
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- απομυθοποιητικά
- → δείτε τις λέξεις απομυθοποιώ, από και μύθος
Μεταφράσεις επεξεργασία
απομυθοποιητικός