↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απομυθοποίηση οι απομυθοποιήσεις
      γενική της απομυθοποίησης* των απομυθοποιήσεων
    αιτιατική την απομυθοποίηση τις απομυθοποιήσεις
     κλητική απομυθοποίηση απομυθοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απομυθοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απομυθοποίηση < απομυθοποιώ + -ση < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Εntmythologisierung

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

απομυθοποίηση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία