απομυθοποιήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααπομυθοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απομυθοποιώ
- θα απομυθοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απομυθοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίααπομυθοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απομυθοποίηση