Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

απομυθοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απομυθοποιώ
  2. θα απομυθοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απομυθοποιώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

απομυθοποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απομυθοποίηση