Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μυθοποίηση οι μυθοποιήσεις
      γενική της μυθοποίησης* των μυθοποιήσεων
    αιτιατική τη μυθοποίηση τις μυθοποιήσεις
     κλητική μυθοποίηση μυθοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μυθοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μυθοποίηση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μυθοποίηση θηλυκό

  • η απόδοση σε κάποιον ή κάτι μυθικών διαστάσεων, η μεταβολή του σε μύθο

  Μεταφράσεις επεξεργασία