μυθοποιητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαμυθοποιητικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την μυθοποίηση, αναφέρεται σ' αυτή ή συμβάλλει σ' αυτή
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- μυθοποιητικά
- → δείτε τις λέξεις από και μύθος
Μεταφράσεις
επεξεργασία μυθοποιητικός