Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απομυθοποιημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απομυθοποιημέν
ος
η
απομυθοποιημέν
η
το
απομυθοποιημέν
ο
γενική
του
απομυθοποιημέν
ου
της
απομυθοποιημέν
ης
του
απομυθοποιημέν
ου
αιτιατική
τον
απομυθοποιημέν
ο
την
απομυθοποιημέν
η
το
απομυθοποιημέν
ο
κλητική
απομυθοποιημέν
ε
απομυθοποιημέν
η
απομυθοποιημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απομυθοποιημέν
οι
οι
απομυθοποιημέν
ες
τα
απομυθοποιημέν
α
γενική
των
απομυθοποιημέν
ων
των
απομυθοποιημέν
ων
των
απομυθοποιημέν
ων
αιτιατική
τους
απομυθοποιημέν
ους
τις
απομυθοποιημέν
ες
τα
απομυθοποιημέν
α
κλητική
απομυθοποιημέν
οι
απομυθοποιημέν
ες
απομυθοποιημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
απομυθοποιημένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
απομυθοποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απομυθοποιημένος