απομυθοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απομυθοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος απομυθοποιώ
Ρήμα
επεξεργασίααπομυθοποιούμαι
- μου δίνουν τις πραγματικές μου διαστάσεις, αφαιρούν από εμένα την αίγλη του μυθικού στοιχείου
- απομυθοποιούνται πρόσωπα, καταστάσεις και αισθήματα (όχι αντικείμενα, εκτός αν αναφέρεται το ρήμα στη λειτουργία τους, το σκοπό τους)
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απομυθοποιούμαι | απομυθοποιούμουν | θα απομυθοποιούμαι | να απομυθοποιούμαι | ||
β' ενικ. | απομυθοποιείσαι | απομυθοποιούσουν | θα απομυθοποιείσαι | να απομυθοποιείσαι | ||
γ' ενικ. | απομυθοποιείται | απομυθοποιούνταν | θα απομυθοποιείται | να απομυθοποιείται | ||
α' πληθ. | απομυθοποιούμαστε | απομυθοποιούμασταν απομυθοποιούμαστε |
θα απομυθοποιούμαστε | να απομυθοποιούμαστε | ||
β' πληθ. | απομυθοποιείστε | απομυθοποιούσασταν απομυθοποιούσαστε |
θα απομυθοποιείστε | να απομυθοποιείστε | απομυθοποιείστε | |
γ' πληθ. | απομυθοποιούνται | απομυθοποιούνταν | θα απομυθοποιούνται | να απομυθοποιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απομυθοποιήθηκα | θα απομυθοποιηθώ | να απομυθοποιηθώ | απομυθοποιηθεί | ||
β' ενικ. | απομυθοποιήθηκες | θα απομυθοποιηθείς | να απομυθοποιηθείς | απομυθοποιήσου | ||
γ' ενικ. | απομυθοποιήθηκε | θα απομυθοποιηθεί | να απομυθοποιηθεί | |||
α' πληθ. | απομυθοποιηθήκαμε | θα απομυθοποιηθούμε | να απομυθοποιηθούμε | |||
β' πληθ. | απομυθοποιηθήκατε | θα απομυθοποιηθείτε | να απομυθοποιηθείτε | απομυθοποιηθείτε | ||
γ' πληθ. | απομυθοποιήθηκαν απομυθοποιηθήκαν(ε) |
θα απομυθοποιηθούν(ε) | να απομυθοποιηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω απομυθοποιηθεί | είχα απομυθοποιηθεί | θα έχω απομυθοποιηθεί | να έχω απομυθοποιηθεί | απομυθοποιημένος | |
β' ενικ. | έχεις απομυθοποιηθεί | είχες απομυθοποιηθεί | θα έχεις απομυθοποιηθεί | να έχεις απομυθοποιηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει απομυθοποιηθεί | είχε απομυθοποιηθεί | θα έχει απομυθοποιηθεί | να έχει απομυθοποιηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε απομυθοποιηθεί | είχαμε απομυθοποιηθεί | θα έχουμε απομυθοποιηθεί | να έχουμε απομυθοποιηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε απομυθοποιηθεί | είχατε απομυθοποιηθεί | θα έχετε απομυθοποιηθεί | να έχετε απομυθοποιηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν απομυθοποιηθεί | είχαν απομυθοποιηθεί | θα έχουν απομυθοποιηθεί | να έχουν απομυθοποιηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία απομυθοποιούμαι
|