αγκύρωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγκύρωση | οι | αγκυρώσεις |
γενική | της | αγκύρωσης* | των | αγκυρώσεων |
αιτιατική | την | αγκύρωση | τις | αγκυρώσεις |
κλητική | αγκύρωση | αγκυρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αγκυρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αγκύρωση < άγκυρ(α) + -ωση, σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική Verankerung ή την αγγλική anchoring
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγκύρωση θηλυκό
- (μηχανική) η σύνδεση δύο υλικών στερεής κατάστασης με μεταλλικό (συνήθως) συνδετικό υλικό
- (πληροφορική) η τοποθέτηση και το κλείδωμα της θέσης ενός αντικειμένου (γραφικό, πίνακας κ.λπ.) σ' ένα έγγραφο επεξεργασίας κειμένου στον υπολογιστή καθώς και το σημαδάκι μιας άγκυρας που συνήθως εμφανίζεται και δείχνει τη θέση
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη άγκυρα