Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγκύρωση οι αγκυρώσεις
      γενική της αγκύρωσης* των αγκυρώσεων
    αιτιατική την αγκύρωση τις αγκυρώσεις
     κλητική αγκύρωση αγκυρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αγκυρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγκύρωση < άγκυρ(α) + -ωση, σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική Verankerung ή την αγγλική anchoring

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγκύρωση θηλυκό

  1. (μηχανική) η σύνδεση δύο υλικών στερεής κατάστασης με μεταλλικό (συνήθως) συνδετικό υλικό
  2. (πληροφορική) η τοποθέτηση και το κλείδωμα της θέσης ενός αντικειμένου (γραφικό, πίνακας κ.λπ.) σ' ένα έγγραφο επεξεργασίας κειμένου στον υπολογιστή καθώς και το σημαδάκι μιας άγκυρας που συνήθως εμφανίζεται και δείχνει τη θέση
    ※  Εάν τοποθετήσετε το γραφικό σε σχέση με μια παράγραφο, η αγκύρωση εμφανίζεται στην αρχή της παραγράφου. (* @microsoft)
    ※  Η αγκύρωση γραμμών εργαλείων και παραθύρων με τη διαδικασία μετακίνησης και απόθεσης εξαρτάται από τις ρυθμίσεις διαχειριστή παραθύρων του συστήματος. (* @libreoffice)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία