Ετυμολογία

επεξεργασία
 
έμενταλ
έμενταλ < (άμεσο δάνειο) γαλλική emmental < (άμεσο δάνειο) γερμανική Emmenthaler

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

έμενταλ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • έμενταλΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)