έμενταλ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- έμενταλ < (άμεσο δάνειο) ολλανδική emmental
Ουσιαστικό επεξεργασία
έμενταλ ουδέτερο άκλιτο
- (τυρί) είδος ολλανδικού τυριού
Μεταφράσεις επεξεργασία
έμενταλ
Πηγές επεξεργασία
- έμενταλ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)