Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ελβετικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ελβετικ
ός
η
ελβετικ
ή
το
ελβετικ
ό
γενική
του
ελβετικ
ού
της
ελβετικ
ής
του
ελβετικ
ού
αιτιατική
τον
ελβετικ
ό
την
ελβετικ
ή
το
ελβετικ
ό
κλητική
ελβετικ
έ
ελβετικ
ή
ελβετικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ελβετικ
οί
οι
ελβετικ
ές
τα
ελβετικ
ά
γενική
των
ελβετικ
ών
των
ελβετικ
ών
των
ελβετικ
ών
αιτιατική
τους
ελβετικ
ούς
τις
ελβετικ
ές
τα
ελβετικ
ά
κλητική
ελβετικ
οί
ελβετικ
ές
ελβετικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ελβετικός
<
Ελβετία
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
ελβετικός -ή -ό
που αναφέρεται ή ανήκει στην
Ελβετία
και τους
Ελβετούς
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ελβετικός
αγγλικά
:
Swiss
(en)
γαλλικά
:
suisse
(fr)
,
helvétique
(fr)
ρουμανικά
:
elvetic
(ro)