Γκουντούλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Γκουντούλα | οι | Γκουντούλες |
γενική | της | Γκουντούλας | — | |
αιτιατική | την | Γκουντούλα | τις | Γκουντούλες |
κλητική | Γκουντούλα | Γκουντούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- Γκουντούλα < γερμανική Gundula (< λατινική Gudula < λατινικά Gudila) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα επεξεργασία
Γκουντούλα θηλυκό
- γυναικείο όνομα
- ένας από τους ρόλους που διέπρεψε η Γκουντούλα Γιάνοβιτς ήταν αυτός της κόμισσας Ροζίνας στους Γάμους του Φίγκαρο
Μεταφράσεις επεξεργασία
Γκουντούλα
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- Γκουντούλα < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Γκουντούλα θηλυκό άκλιτο (αρσενικό: Γκουντούλας)