Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γρανάτης οι γρανάτες
      γενική του γρανάτη των γρανατών
    αιτιατική τον γρανάτη τους γρανάτες
     κλητική γρανάτη γρανάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
γρανάτης

  Ετυμολογία επεξεργασία

γρανάτης < (άμεσο δάνειο) γερμανική Granat < λατινική granatum (ρόδι) < granum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵr̥h₂nóm < ǵr̥h₂-nós < *ǵerh₂- (μεγαλώνω, ωριμάζω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γρανάτης αρσενικό

τιτάνιο, πυρίτιο κ.ά.)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία