γρανάτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γρανάτης | οι | γρανάτες |
γενική | του | γρανάτη | των | γρανατών |
αιτιατική | τον | γρανάτη | τους | γρανάτες |
κλητική | γρανάτη | γρανάτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γρανάτης < (άμεσο δάνειο) γερμανική Granat < λατινική granatum (ρόδι) < granum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵr̥h₂nóm < ǵr̥h₂-nós < *ǵerh₂- (μεγαλώνω, ωριμάζω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
γρανάτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) ομάδα πυριτικών ορυκτών με ποικίλη χημική σύσταση (ασβέστιο, σίδηρος, μαγνήσιο, μαγγάνιο, αργίλιο, σίδηρος, χρώμιο, μαγγάνιο,
Δείτε επίσης επεξεργασία
- γρανάτης στη Βικιπαίδεια