Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ερμηνευτικός κύκλος < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική hermeneutischer Zirkel, → δείτε τις λέξεις ερμηνευτικός και κύκλος

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ερμηνευτικός κύκλος αρσενικό, κατά κάνόνα στον ενικό αριθμό

  • μέθοδος κατανόησης, όπου η ερμηνεία συνιστά μια συνεχόμενη κι επαναλαμβανόμενη διαδικασία σαν κυκλική ή σπειροειδή πορεία, ως επαναλαμβανόμενες κυκλικές κινήσεις ανάμεσα στα μέρη και στο σύνολο αυτού που πρέπει να κατανοηθεί

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία