Ετυμολογία 1

επεξεργασία
Βάδη < (άμεσο δάνειο) γερμανική Bad(en) (λουτρά) + [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈva.ði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βά‐δη

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Βάδη θηλυκό, μόνο στον ενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
Βάδη < γενική ενικού του αρσενικού Βάδης

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Βάδη θηλυκό άκλιτο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Μεταγραφές

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

επεξεργασία

Βάδη αρσενικό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)