Ετυμολογία

επεξεργασία
γκλουβάιν < (άμεσο δάνειο) γερμανική Glühwein < glühen (ζεσταίνω, λάμπω, πυρακτώνω) +‎ Wein (κρασί)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
 
Γκλουβάιν σε γυάλινες κούπες σε χριστουγεννιάτικη αγορά

γκλουβάιν ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία