μπράντι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπράντι < αγγλική brandy < ολλανδική brandewijn < brand(en) (αποσταγμένος) + -e- + wijn (οίνος)[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπράντι ουδέτερο άκλιτο
- δυνατό αλκοολούχο ποτό, το οποίο παράγεται με απόσταξη από κρασί ή φρούτα που έχουν υποστεί ζύμωση
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- μπράντυ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.