κονιάκ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κονιάκ < (λόγιο δάνειο) γαλλική cognac < Cognac, πόλη της Γαλλίας
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακονιάκ ουδέτερο άκλιτο
- (ποτό) ποικιλία μπράντι· οινοπνευματώδες ποτό που παράγεται σε συγκεκριμένη περιοχή της Γαλλίας, γύρω από την πόλη Κονιάκ, με διπλή απόσταξη κρασιού και, στη συνέχεια, παλαιώνει σε δρύινα βαρέλια
- (καταχρηστικά) το μπράντι οποιασδήποτε περιοχής ή μάρκας
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- κονιάκ στη Βικιπαίδεια