κονιακάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κονιακάκι | τα | κονιακάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κονιακάκι | τα | κονιακάκια |
κλητική | κονιακάκι | κονιακάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κονιακάκι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακονιακάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του κονιάκ
- ήπιαμε και τα κονιακάκια μας και το κέφι ανέβηκε
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κονιάκ
κονιακάκι
|