brandy
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
brandy | brandies |
Ετυμολογία
επεξεργασία- brandy < brandywine < (άμεσο δάνειο) ολλανδική brandewijn < brand(en) (αποσταγμένος) + -e- + wijn (οίνος)[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαbrandy (en)
- το μπράντι
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbrandy (pl)
- το μπράντι