Ετυμολογία

επεξεργασία
γκεστάλτ < (άμεσο δάνειο) γερμανική Gestalt (μορφή, σχήμα)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɟeˈstalt/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γκε‐στάλτ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γκεστάλτ θηλυκό άκλιτο (σπανίως και ουδέτερο)

  1. (ψυχολογία) το οργανωμένο όλον (λειτουργικό σύνολο) που συντελεί/συναποτελεί/διαμορφώνει/σχηματίζει μια ολότητα/ενότητα (ενιαίο σύνολο) ανώτερο απ' την άθροιση των μελών του
    ※  ... ψυχοθεραπείες, ανακαλύψτε το μέσα παιδί, γκεστάλτ και χέσε μέσα, περισσότερο μπερδεμένος ήταν απ' ότι ξεκίνησε. Τζάμπα κόπος. Τι του είπαν δηλαδή; Ότι τον καταπίεσε η μαμά του; (Λένα Διβανέ, Ενικός Αριθμός, Μυθιστόρημα, εκδ. Καστανιώτη, 2002, σελ. 119)
  2. η ολότητα, μορφή, διαμόρφωση
  3. είδος ψυχοθεραπείας, ψυχοθεραπευτική προσέγγιση

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία