ασπιρίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ασπιρίνη < (λόγιο δάνειο) γαλλική aspir(ine) + -ίνη < γερμανική Aspirin, επωνυμία του φαρμάκου
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.spiˈɾi.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐σπι‐ρί‐νη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαασπιρίνη θηλυκό
- (φαρμακευτική) φαρμακευτικό σκεύασμα που έχει ως δραστική ουσία το ακετυλοσαλικυλικό οξύ, με αναλγητική, αντιπυρετική κι αντιφλεγμονώδη δράση
- το ένα δισκίο ασπιρίνης
- ⮡ Πήρα μία ασπιρίνη για τον πονοκέφαλο.
- (μεταφορικά) ελαφρά θεραπεία ή ήπιο, πρόχειρο μέτρο αντιμετώπισης ενός προβλήματος που δε λύνει το πρόβλημα.
- ⮡ Προσπαθεί να λύσει το οικονομικό του πρόβλημα με ασπιρίνες: μικρά δάνεια και αναβολές πληρωμών.
Παράγωγα
επεξεργασία- ασπιρινούλα (υποκοριστικό)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- ασπιρίνη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία ασπιρίνη
Πηγές
επεξεργασία- ασπιρίνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ασπιρίνη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ασπιρίνη - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας