πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασπιρίνη οι ασπιρίνες
      γενική της ασπιρίνης των ασπιρινών
& ασπιρίνων
    αιτιατική την ασπιρίνη τις ασπιρίνες
     κλητική ασπιρίνη ασπιρίνες
Κατηγορία όπως «ασπιρίνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ασπιρίνη θηλυκό

  1. (φαρμακευτική) φαρμακευτικό σκεύασμα που έχει ως δραστική ουσία το ακετυλοσαλικυλικό οξύ, με αναλγητική, αντιπυρετική κι αντιφλεγμονώδη δράση
  2. το ένα δισκίο ασπιρίνης
      Πήρα μία ασπιρίνη για τον πονοκέφαλο.
  3. (μεταφορικά) ελαφρά θεραπεία ή ήπιο, πρόχειρο μέτρο αντιμετώπισης ενός προβλήματος που δε λύνει το πρόβλημα.
      Προσπαθεί να λύσει το οικονομικό του πρόβλημα με ασπιρίνες: μικρά δάνεια και αναβολές πληρωμών.

Παράγωγα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία