↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασπιρίνη οι ασπιρίνες
      γενική της ασπιρίνης των ασπιρινών
ασπιρίνων
    αιτιατική την ασπιρίνη τις ασπιρίνες
     κλητική ασπιρίνη ασπιρίνες
Κατηγορία όπως «ασπιρίνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ασπιρίνη < (λόγιο δάνειο) γαλλική aspir(ine) + -ίνη < γερμανική Aspirin, επωνυμία του φαρμάκου

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.spiˈɾi.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐σπι‐ρί‐νη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ασπιρίνη θηλυκό

  1. (φαρμακευτική) φαρμακευτικό σκεύασμα που έχει ως δραστική ουσία το ακετυλοσαλικυλικό οξύ, με αναλγητική, αντιπυρετική κι αντιφλεγμονώδη δράση
  2. το ένα δισκίο ασπιρίνης
    ⮡  Πήρα μία ασπιρίνη για τον πονοκέφαλο.
  3. (μεταφορικά) ελαφρά θεραπεία ή ήπιο, πρόχειρο μέτρο αντιμετώπισης ενός προβλήματος που δε λύνει το πρόβλημα.
    ⮡  Προσπαθεί να λύσει το οικονομικό του πρόβλημα με ασπιρίνες: μικρά δάνεια και αναβολές πληρωμών.

Παράγωγα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία