ασπιρίνη
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ασπιρίνη < (άμεσο δάνειο) γαλλική aspirine < γερμανική Aspirin
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.spiˈɾi.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐σπι‐ρί‐νη
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ασπιρίνη θηλυκό
- (φαρμακευτική) φαρμακευτικό σκεύασμα που έχει ως δραστική ουσία το ακετυλοσαλικυλικό οξύ, με αναλγητική, αντιπυρετική κι αντιφλεγμονώδη δράση
- το ένα δισκίο ασπιρίνης
- πήρα μία ασπιρίνη για τον πονοκέφαλο
- (μεταφορικά) ελαφρά θεραπεία ή ήπιο μέτρο αντιμετώπισης ενός προβλήματος
- προσπαθεί να λύσει το οικονομικό του πρόβλημα με ασπιρίνες