Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακετυλοσαλικυλικός η ακετυλοσαλικυλική το ακετυλοσαλικυλικό
      γενική του ακετυλοσαλικυλικού της ακετυλοσαλικυλικής του ακετυλοσαλικυλικού
    αιτιατική τον ακετυλοσαλικυλικό την ακετυλοσαλικυλική το ακετυλοσαλικυλικό
     κλητική ακετυλοσαλικυλικέ ακετυλοσαλικυλική ακετυλοσαλικυλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακετυλοσαλικυλικοί οι ακετυλοσαλικυλικές τα ακετυλοσαλικυλικά
      γενική των ακετυλοσαλικυλικών των ακετυλοσαλικυλικών των ακετυλοσαλικυλικών
    αιτιατική τους ακετυλοσαλικυλικούς τις ακετυλοσαλικυλικές τα ακετυλοσαλικυλικά
     κλητική ακετυλοσαλικυλικοί ακετυλοσαλικυλικές ακετυλοσαλικυλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακετυλοσαλικυλικός < αγγλική acetylsalicylic < acetyl (ακετύλιο) + salicylic (< λατινική salix, "ιτιά")

  Επίθετο επεξεργασία

ακετυλοσαλικυλικός, -ή, -ό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία