Aspirin
Γερμανικά (de)
επεξεργασίαΕτυμολογία =
επεξεργασία- Aspirin < επωνυμία, μάρκα φαρμάκου < acetylierte Spirsäure (ακετυλοσαλικυλικό οξύ). Η δεύτερη λέξη, από το γένος φυτών Spiraea < ελληνιστική κοινή σπειραία (λιγούστρο) < αρχαία ελληνική σπεῖρα
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαAspirin (de) ουδέτερο
- (φαρμακευτική) η ασπιρίνη
Απόγονοι
επεξεργασίαAspirin (γερμανικά)
→ και δείτε aspirin#Translations στο αγγλικό Βικιλεξικό
Πηγές
επεξεργασία- Aspirin - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).