Ετυμολογία =

επεξεργασία
Aspirin < επωνυμία, μάρκα φαρμάκου < acetylierte Spirsäure (ακετυλοσαλικυλικό οξύ). Η δεύτερη λέξη, από το γένος φυτών Spiraea < ελληνιστική κοινή σπειραία (λιγούστρο) < αρχαία ελληνική σπεῖρα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aspiˈʁiːn/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Aspirin (de) ουδέτερο

Απόγονοι

επεξεργασία

Aspirin (γερμανικά)

αγγλικά: aspirin
γαλλικά: aspirine
νέα ελληνικά: ασπιρίνη
ρουμανικά: aspirină
τουρκικά: aspirin

→ και δείτε  aspirin#Translations στο αγγλικό Βικιλεξικό

  • Aspirin - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).