Ετυμολογία =

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Aspirin (de) ουδέτερο

Απόγονοι

επεξεργασία

Aspirin (γερμανικά)

αγγλικά: aspirin
γαλλικά: aspirine
νέα ελληνικά: ασπιρίνη
ρουμανικά: aspirină
τουρκικά: aspirin

 και δείτε  aspirin#Translations στο αγγλικό Βικιλεξικό

  • Aspirin - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).