Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λιγούστρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
λιγούστρ
ο
τα
λιγούστρ
α
γενική
του
λιγούστρ
ου
των
λιγούστρ
ων
αιτιατική
το
λιγούστρ
ο
τα
λιγούστρ
α
κλητική
λιγούστρ
ο
λιγούστρ
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
λιγούστρο
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λιγούστρο
ουδέτερο
(
φυτό
) κοινή ονομασία για διάφορα θαμνοειδή, αειθαλή
φυτά
του γένους
Ligustrum
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λιγούστρο
αγγλικά
:
privet
(en)
αλβανικά
:
voshtër
(sq)
,
ligustër
(sq)
βουλγαρικά
:
птиче грозде
(bg)
(
ptiče grozde
)
γαλλικά
:
troène
(fr)
γερμανικά
:
Liguster
(de)
,
Rainweide
(de)
ισπανικά
:
alheña
(es)
,
aligustre
(es)
ιταλικά
:
ligustro
(it)
ουγγρικά
:
fagyal
(hu)
πολωνικά
:
ligustr
(pl)
πορτογαλικά
:
alfeneiro
(pt)
ρουμανικά
:
lemn-câinesc
(ro)
ρωσικά
:
бирючи́на
(ru)
(
birjučína
)
σερβοκροατικά
:
ка̀лина
(sh)
(
kàlina
),
зи̏молез
(sh)
(
zȉmolez
),
лигу̀струм
(sh)
(
ligùstrum
)
τουρκικά
:
kurtbağrı
(tr)