παρακεταμόλη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρακεταμόλη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαρακεταμόλη θηλυκό
- (φαρμακευτική) φαρμακευτικό σκεύασμα με αναλγητική και αντιπυρετική δράση
Μεταφράσεις
επεξεργασία παρακεταμόλη
|