↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γένωμα τα γενώματα
      γενική του γενώματος των γενωμάτων
    αιτιατική το γένωμα τα γενώματα
     κλητική γένωμα γενώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γένωμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Genom < αρχαία ελληνική γένος ( < γίγνομαι) < + -ωμα [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γένωμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)