Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Γκελζενκίρχεν < γερμανική Gelsenkirchen

  Μεταγραφή επεξεργασία

Γκελζενκίρχεν ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία