επινικέλωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επινικέλωση | οι | επινικελώσεις |
γενική | της | επινικέλωσης* | των | επινικελώσεων |
αιτιατική | την | επινικέλωση | τις | επινικελώσεις |
κλητική | επινικέλωση | επινικελώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επινικελώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- επινικέλωση < επινικελώνω + -ση < επι- + νίκελ < γερμανική Nickel < Kupfernickel < Kupfer + Nickel (< Nikolaus < λατινική Nicolaus < αρχαία ελληνική Νικόλαος (αντιδάνειο) < νίκη + λαός)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπινικέλωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του επινικελώνω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επινικέλωση
|