Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

επινικελώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επινικελώνω
  2. θα επινικελώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επινικελώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

επινικελώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επινικέλωση