Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
ένα βαμπίρ από κοντά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαμπίρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική vampire < γερμανική Vampir < σλαβικής προέλευσης (σερβοκροατικά vàmpīr)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βαμπίρ ουδέτερο άκλιτο

  1. (ζωολογία) το είδος νυχτερίδας που τρέφεται και με το αίμα διαφόρων ζώων
     συνώνυμα: ο βάμπιρος
  2. το μυθικό πλάσμα το οποίο τρέφεται με ανθρώπινο αίμα
     συνώνυμα: ο βάμπιρος, ο βρικόλακας

  Μεταφράσεις επεξεργασία