βαμπίρ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βαμπίρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική vampire < γερμανική Vampir < σλαβικής προέλευσης (σερβοκροατικά vàmpīr)
Ουσιαστικό επεξεργασία
βαμπίρ ουδέτερο άκλιτο
- (ζωολογία) το είδος νυχτερίδας που τρέφεται και με το αίμα διαφόρων ζώων
- το μυθικό πλάσμα το οποίο τρέφεται με ανθρώπινο αίμα
- ≈ συνώνυμα: ο βάμπιρος, ο βρικόλακας
Μεταφράσεις επεξεργασία
βαμπίρ
→ δείτε τη λέξη βρικόλακας |