νυχτερίδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νυχτερίδα < αρχαία ελληνική νυκτερίς < επίθετο νύκτερος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ni.xteˈɾi.ða/
Ουσιαστικό επεξεργασία
νυχτερίδα θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) νυκτόβιο ιπτάμενο θηλαστικό με μεμβρανώδη φτερά
επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- νυχτερίδα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
νυχτερίδα