νυκτερίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | νυκτερίς | αἱ | νυκτερίδες |
γενική | τῆς | νυκτερίδος | τῶν | νυκτερίδων |
δοτική | τῇ | νυκτερίδῐ | ταῖς | νυκτερίσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | νυκτερίδᾰ | τὰς | νυκτερίδᾰς |
κλητική ὦ! | νυκτερίς* | νυκτερίδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νυκτερίδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | νυκτερίδοιν | ||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νυκτερίς, ήδη ομηρικό < νύκτερ(ος) +-ίς
Ουσιαστικό
επεξεργασίανυκτερίς θηλυκό
Συγγενικά=
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη νύξ
Πηγές
επεξεργασία- νυκτερίς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νυκτερίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.