Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική νυκτερίς αἱ νυκτερίδες
      γενική τῆς νυκτερίδος τῶν νυκτερίδων
      δοτική τῇ νυκτερίδ ταῖς νυκτερίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν νυκτερίδ τὰς νυκτερίδᾰς
     κλητική ! νυκτερίς* νυκτερίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νυκτερίδε
γεν-δοτ τοῖν  νυκτερίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νυκτερίς, ήδη ομηρικό < νύκτερ(ος) +-ίς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νυκτερίς θηλυκό

Συγγενικά= επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη νύξ

  Πηγές επεξεργασία