vesperto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- vesperto < λατινική vespertilio
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vesˈpeɾ.to/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vesperto | vespertoj |
αιτιατική | vesperton | vespertojn |
vesperto (eo)