πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βρικόλακας οι βρικόλακες
      γενική του βρικόλακα των βρικολάκων
    αιτιατική τον βρικόλακα τους βρικόλακες
     κλητική βρικόλακα βρικόλακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
βρικόλακας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βουρκόλακας < βουλγαρική върколак (vărkolák) < πρωτοσλαβική *vьlkolakъ < *vьlkъ (λύκος) + *lakъ (δέρμα) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βρικόλακας αρσενικό

  1. ο νεκρός που, σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες, βγαίνει τη νύχτα από τον τάφο του και τρέφεται με αίμα ζωντανών
    ο Νοσφεράτου ήταν βρικόλακας
  2. (μεταφορικά) ο άνθρωπος που δεν κοιμάται τη νύχτα και / ή τριγυρνάει άσκοπα
    μένει σαν τον βρικόλακα όλη νύχτα ξάγρυπνος

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία