Ετυμολογία

επεξεργασία
βρικολακιάζω < βρικόλακ(ας) + -ιάζω
ΔΦΑ : /vɾi.ko.laˈca.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βρυκολακιάζω

βρικολακιάζω

  1. γίνομαι βρικόλακας
      ο θρύλος λέει ότι στις σαράντα μέρες ο γέρος βρικολάκιασε και κυνήγησε αυτούς που του πήραν το κτήμα
  2. (μεταφορικά) μένω άγρυπνος τη νύχτα
     όταν είχα αϋπνίες ξυπνούσα κατά τις δυο το βράδυ και βρικολάκιαζα μέχρι το πρωί

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία