βρικολακιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- βρικολακιάζω < βρικόλακ(ας) + -ιάζω
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vɾi.ko.laˈca.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρυ‐κο‐λα‐κιά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασία
βρικολακιάζω
- γίνομαι βρικόλακας
- ⮡ ο θρύλος λέει ότι στις σαράντα μέρες ο γέρος βρικολάκιασε και κυνήγησε αυτούς που του πήραν το κτήμα
- (μεταφορικά) μένω άγρυπνος τη νύχτα
- ⮡ όταν είχα αϋπνίες ξυπνούσα κατά τις δυο το βράδυ και βρικολάκιαζα μέχρι το πρωί
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη βρικόλακας
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βρικολακιάζω
|