Ετυμολογία

επεξεργασία
βουρκόλακας < μεσαιωνική ελληνική βουρκόλακας

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
βουρκόλακας < (άμεσο δάνειο) βουλγαρική vălkolàk /vărkolàk < παλαιοσλαβικής προέλευσης vlăkodlakă

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βουρκόλακας αρσενικό (& βουλκόλαξ/βουλκόλακας)