Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βρυκόλακας οι βρυκόλακες
      γενική του βρυκόλακα των βρυκολάκων
    αιτιατική τον βρυκόλακα τους βρυκόλακες
     κλητική βρυκόλακα βρυκόλακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βρυκόλακας < μεσαιωνική ελληνική βουρκόλακας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βρυκόλακας αρσενικό

  • άλλη γραφή του βρικόλακας (διαδομένη κυρίως παλαιότερα)
    ※  Αλλ' ο Τζιρίτης εβάστα καλά και πολλοί απ' αυτούς που περίμεναν να τον δουν βρυκόλακα πέθαναν κι αυτός εξακολουθούσε να κάνει τους νυκτερινούς περιπάτους του με τη νεράιδα
    Ιωάννης Κονδυλάκης, «Ο βρυκόλακας». Ο Μαύρος γάτος και άλλα διηγήματα, επιμέλεια: Ε.Χ. Γονατάς. Αθήνα: Στιγμή, 1987, σ. 85.