βρικολάκιασμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βρικολάκιασμα < (βρικολακιάζω) βρικολακιασ- + -μα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vɾi.koˈla.ca.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρι‐κο‐λά‐κια‐σμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
βρικολάκιασμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του βρικολακιάζω
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη βρικόλακας