Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αντιπρύτανης οι αντιπρυτάνεις
      γενική του
του/της
αντιπρύτανη
αντιπρυτάνεως
των αντιπρυτάνεων
    αιτιατική τον/την αντιπρύτανη τους/τις αντιπρυτάνεις
     κλητική αντιπρύτανη αντιπρυτάνεις
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
σε -εως, σε -η, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «πρύτανης».
Κατηγορία όπως «πρύτανης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιπρύτανης < αντι- + πρύτανης, μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Ρrorektor

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντιπρύτανης αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις αντί και πρύτανης

  Μεταφράσεις επεξεργασία