↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η πρύτανης οι πρυτάνεις
      γενική του
του/της
πρύτανη
πρυτάνεως
των πρυτάνεων
    αιτιατική τον/την πρύτανη τους/τις πρυτάνεις
     κλητική πρύτανη πρυτάνεις
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
σε -εως, σε -η, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «πρύτανης».
Κατηγορία όπως «πρύτανης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρύτανης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρύταν(ις) + κατάληξη δημοτικής -ης. Για τον πρύτανη ιδρύματος, σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική Rektor ή από τη γαλλική recteur < λατινικά rector (που κυβερνά)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpɾi.ta.nis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρύ‐τα‐νις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρύτανης αρσενικό ή θηλυκό (και θηλυκό λόγιο: πρύτανις, δημοτική: πρυτάνισσα)

  1. (ιστορία) στην αρχαία Ελλάδα, ανώτατος άρχοντας
  2. (ιστορία) στην αρχαία Αθήνα, καθένας από τους πενήντα βουλευτές της ίδιας φυλής, που διοικούσαν τη βουλή κατά το ένα δέκατο κάθε χρόνου
  3. (εκπαίδευση) καθηγητής ή καθηγήτρια ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος, που εκλέγεται από το Διοικητικό Συμβούλιο για ορισμένη θητεία (ένα, δύο ή τρία χρόνια), ως προϊστάμενος της διοίκησης του ιδρύματος
  4. (μεταφορικά) τιμητική έκφραση για κάποιο ηλικιωμένο αλλά και εξέχον πρόσωπο που θεωρείται ότι έχει κορυφαία προσφορά στον τομέα του

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία